To 1957 ο ομοφυλόφιλος
άνδρας ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος, το ξόρκι, ο σάκος του μποξ όπου ο
καθένας[φουκαράς και εξουσία], έβγαζε επάνω του τη σερνικίλα και την
καταπιεσμένη εξουσιομανία του και εκ του ασφαλούς κουτσαβακισμό του.
Αύγουστος του 1957, στην οδό Μοναστηρίου
περίπου εκεί που συναντιέται με την Αλεξανδρείας, βρέθηκε νεκρός, από
μανιασμένες μαχαιριές, ο Δημήτρης Πεπές , σιδηροδρομικός. Ο φόνος έμοιαζε φόνος
πάθους, συντάραξε όχι μόνο την γειτονιά μας και το πανελλήνιο μια και οι
φρικιαστικές λεπτομέρειες του εγκλήματος όπως είχαν καταγραφεί από τις αρχές “διέρρευσαν”
στον ημερήσιο τύπο.
Πρωτοσέλιδα, μυθιστορηματικές περιγραφές περί του εγκλήματος,
διεγερτικές [των φοβικών ενστίκτων] λεπτομέρειες , σα να βλέπεις σημερινή
αηδιαστική και χυδαία τηλεόραση που μεγεθύνει την τρίχα και την κάνει τριχιά
και την τραγική είδηση την κάνει σίριαλ για τους καθηλωμένους στον καναπέ
καταναλωτές ποπ κόρν εικόνων.
Σε κάθε έγκλημα υπάρχει κίνητρο και αίτιο.
Εδώ για κλοπή δεν έμοιαζε κι ήταν μια σπαζοκεφαλιά ο φόνος γιατί ούτε
εξωσυζυγική σχέση, με άλλη γυναίκα ανιχνεύθηκε.
Το θύμα ,σοβαρός νοικοκύρης, υπάλληλος, νυμφευμένος με ένα παιδί, η γυναίκα και
το παιδί λείπαν διακοπές στο χωριό και από το σπίτι δεν έλειπαν χρήματα και
ούτε από την ανάκριση είχε φανεί κάποιο μεγάλο ποσό [τον μισθό του δεν τον είχε
πάρει ακόμη.
Η γυναίκα
του και οι οικείοι του, όπως και η γειτονιά πέσαν από τα σύννεφα. Οι εφημερίδες
αρχίσαν καινούργιο γύρο χυδαίων και ερεθιστικών λεπτομερειών που βάλαν φωτιά
στα κάδρα και στην λαϊκή ηθογραφία.
Εμείς έφηβοι τότε, εγώ πήγαινα στο 9ο γυμνάσιο και ως παιδιά που το μυαλό
λειτουργεί όχι διά της τεθλασμένης και της δεύτερης και τρίτης σκέψης, αλλά
ευθέως ανάλογα με το βίωμα ,αμέσως στήσαμε και τραγουδάκι πληγώνοντας ακόμη πιο
πολύ[αργότερα το έμαθα] την βουβή από τον πόνο και τον διασυρμό οικογένεια. Το
τραγουδάκι πατούσε πάνω στον ρυθμό και την μουσική του Ρενάτο Καροζόνε [σουξέ
της εποχής, μαζί με τα ροκ του Πρίσλεϋ] “ il piccolo montanaro” [ο μικρός
ορειβάτης] κι εμείς την παραλλαγή την προσαρμοσμένη στην κίτρινη αρθρογραφία το
είπαμε “ο μικρός Πεπές”.
Σκληρή εποχή τότε. Η ελληνική κοινωνία αν και
είχε τελειώσει ο εμφύλιος ζούσε ακόμη διχασμένη. Το κράτος ήταν οργανωμένο πάνω
στην βάση των “δικών τους παιδιών” , με μια κρατική γλώσσα που ήθελες ειδικό
αιτησιογράφο να συνεννοηθείς με το δημόσιο και μια παιδεία προσανατολισμένη και
δομημένη πάνω στο κλειστό δίπολο “Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός”. Ασφυξία,
συντηρητισμός και σχεδόν κομμένες οι γέφυρες με την υπόλοιπη Ευρώπη-μη μας
μολύνουν οι ιδέες της-που χτιζόταν τότε πάνω στην αστική Δημοκρατία και στην ελεύθερη και χωρίς περιορισμούς
έρευνα. [Η αστική δημοκρατία για την Ελλάδα του 50-60 ήταν κάτι σαν
επανάσταση.”Θα τους ταράξουμε στην νομιμότητα-την αστική-, έλεγε ο Ηλιού]
Το μετεμφυλιακό κράτος φοβικό και εχθρικό σε κάθε
τι το διαφορετικό ή καινούργιο υπέβλεπε ακόμη και το ευρωπαϊκό αστικό κεκτημένο.
Εμείς διαβάζαμε κρυφά την εξωσχολική
λογοτεχνία γιατί ήταν απαγορευμένη, έχω λίστα όπου ότι ρώσικο[ακόμη και Τολστόι
ή Ντοστογιέφσκι] ήταν απαγορευμένο και την διαταγή την υπογράφει ο μετέπειτα δικτάτορας
Παπαδόπουλος. Η νεανική ερωτική σχέση
και αυτή κρυβόταν. Το αγόρι με το κορίτσι μόνο κρυφά συναντιόνταν. Φανταστείτε την ομοφυλοφιλία. Ο ευκατάστατος ομοφυλόφιλος
άντρας συχνά νυμφευόταν κι έκανε οικογένεια για να μπορεί να κρύβει την
ομοφυλοφιλία του. Και τα δράματα άπειρα. Αν φανερωνόταν, τον περίμενε η
ατίμωση, ο διασυρμός [ και της οικογένειας του μαζί] και η έκπτωση από το
αξίωμά του. Τότε είχαν εμφανιστεί και μια σειρά στέκια, ταβέρνες με πίστα, φαϊ
και σεπαρέ και χορό με αγόρια που ντύνονταν κορίτσια. Εκεί μπορούσαν κάτω από
την προστασία του ιδιοκτήτη-αφεντικού να ζουν το όνειρο τους “ως γυναίκες που είχαν
φυλακιστεί σε αντρικό σώμα”. Το όνειρο βέβαια γινόταν εφιάλτης. Σκληρή εκμετάλλευση,
ευτελισμός σώματος και ψυχής.
Με τα πολλά συνελήφθη και ο φονιάς του Πεπέ. Δεύτερη
τραγωδία. Μεροκαματιάρης οικοδόμος, πατέρας πέντε παιδιών. Είχε κλέψει το ρολόι
του θύματος και πήγε να το πουλήσει. Το ρολόι όμως ήταν αγορασμένο με δόσεις
και “μάρκα” και γι’ αυτό ο εισαγωγεύς κρατούσε αρχείο με τον αριθμό του
ρολογιού και το όνομα του αγοραστή
πελάτη του. Ο “ρολογάς” μόλις είδε ρολόι πολυτελείας κράτησε το όνομα του
“πωλητή” [λαϊκή φάτσα πως και κατείχε τέτοιο ρολόι] και ειδοποίησε την αστυνομία. Έτσι έφτασαν οι αρχές στον
φονιά και τον συνέλαβαν. Η δίκη έγινε ένα μήνα μετά και ο δολοφόνος
ντουφεκίστηκε στις φυλακές της Αίγινας.
** Ευχαριστούμε πολύ τον
γείτονα μας, συγγραφέα Θανάση Σκρουμπέλο για το κείμενο του που γράφτηκε αποκλειστικά
για την εφημερίδα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου