Μετά από την τρίμηνη επιτυχημένη περιοδεία σε αρχαία θέατρα και
αρχαιολογικούς χώρους σε ολόκληρη την Ελλάδα ο λόγος του Διονυσίου Σολωμού θα
ακουστεί για μια τελευταία φορά στην Αθήνα και συγκεκριμένα
στονπεζόδρομο Θεμιστοκλέους και Ερεσσού, την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου,
στις 22:00, με ελεύθερη είσοδο.
Η παράσταση αυτή οργανώνεται στο πλαίσιο των δράσεων των κατοίκων
των Εξαρχείων που από τις 5 Ιουνίου 2014 με λαϊκές συνελεύσεις προσπαθούν
συντεταγμένα και δυναμικά να αντιμετωπίσουν τόσο τις μαφίες και το εμπόριο
ναρκωτικών όσο και τις φασίζουσες συμπεριφορές στη γειτονιά τους.
Τους τελευταίους τρεις μήνες με επίμονη καθημερινή παρουσία
λίγοι κάτοικοι κατάφεραν στη Θεμιστοκλέους κάτι που έμοιαζε αρχικά αδύνατο: να
απωθήσουν χωρίς βία από τις εισόδους των σπιτιών τους, τους επί διετία
εγκατεστημένους εμπόρους ναρκωτικών.
Η αίσθηση της γειτονιάς επιστρέφει κι ένα αεράκι ελευθερίας πνέει
ξανά στον συγκεκριμένο πεζόδρομο που μεταμορφώνεται μέρα με τη μέρα από
χώρος διακίνησης ουσιών σε χώρο διακίνησης ιδεών, αποτελώντας ένα επιτυχημένο
παράδειγμα αυτοοργάνωσης και για άλλα προβληματικά σημεία της Αθήνας.
Η γυναίκα της Ζάκυθος
Σημείωμα του σκηνοθέτη
Mε το έργο αυτό ο Σολωμός αφήνει το φως και ανιχνεύει το σκοτάδι.
Αν και μικρό σε έκταση –δέκα μικρά κεφάλαια–, είναι ο αντίποδας
που στηρίζει όλο το άλλο του έργο, αντισταθμίζοντας το βάρος και την έκταση της
αναζήτησής του.
Δανείζεται, λοιπόν, το προσωπείο του Αγίου Διονυσίου –o oποίος
έζησε ως ιερομόναχος έως τα 172 του χρόνια σ’ ένα μοναστήρι της Ζακύνθου–, για
να κοιτάξει στα μάτια το κακό. Το γεγονός πως μπορεί να δει μέσα από τα μάτια
ενός Άλλου, τον απελευθερώνει και τον μεταφέρει, σαν πνεύμα, εκεί όπου μπορεί
να βλέπει την τυφλή και ακατανόητη δύναμη του κακού, χωρίς να το φοβάται.
Αυτή ακριβώς η έλλειψη φόβου είναι που τον θωρακίζει και του δίνει
το έλλογο στοιχείο και τον έλεγχο, ώστε το θεωρούμενο ως υποστασιοποιημένο κακό
–η γυναίκα της Ζάκυθος εδώ– να καταρρεύσει αδύναμο και αξιολύπητο μπροστά του.
Η έννοια του κακού θα υπερεκτιμάτο, και θα αδρανοποιούσε τον ίδιο,
μόνο εάν το υποτιμούσε περιφρονώντας το, ή αν απέστρεφε το βλέμμα του από αυτό
φοβισμένος, με αποτέλεσμα να παραλύσει, και να εκλείψει η κυριαρχία του λόγου.
Το κακό εδώ δεν είναι οι Τούρκοι, δεν είναι οι απέναντι, δεν είναι
ο προφανής εχθρός. Το κακό είναι ανάμεσά μας. Εμείς οι ίδιοι γινόμαστε οι
φορείς του κακού, από τον φόβο ή από την άγνοια του αντικειμένου.
Ο Σολωμός σχεδίασε και άρχισε να γράφει το έργο το 1826 στη
Ζάκυνθο, βλέποντας με συναισθήματα πόνου και απέραντης συμπάθειας τις προσφυγοπούλες,
γυναίκες από το πολιορκημένο μεσολόγγι – που επαιτούσαν ζητώντας τρόφιμα και
χρήματα για τους έγκλειστους άνδρες τους–, να αντιμετωπίζουν κατάμουτρα τη
λεκτική βία, την προσβολή και την ταπείνωση από μια δύσμορφη, εξαθλιωμένη
γυναίκα.
Το έργο, αν και έχει την επίφαση ενός οραματικού οίστρου, είναι
απόλυτα ρεαλιστικό, γιατί ανιχνεύει τις αιτίες της κακοδαιμονίας και της
διχόνοιας σαν ζητήματα βαθιάς άγνοιας και αδυναμίας πρωτίστως ημών των ιδίων,
των παρατηρητών, των φερομένων ως υποκειμένων του ορθού λόγου. Κάθε παραίτησή
μας μπροστά σε κάτι παράλογο και άδικο γίνεται αυτόματα προσχώρηση στο αντίθετο
στρατόπεδο, του παραλογισμού και του χάους, που εμπεριέχει το απρόβλεπτο, το
οδυνηρό, το κακό.
Η εκδοχή μας, μέσα από τη φωνητική αναπαράσταση του λόγου του
ποιητή, που νοηματοδοτεί κάθε φράση, επιζητεί να ανασύρει και να ζωντανέψει
όλες τις πτυχές που κρύβονται σ’ αυτό το έργο.
Έργο, που δεν παύει να μας γοητεύει και να μας αφορά, σαν μια
σημαντική κατάθεση ενός αγνού και μεγάλου στοχαστή, ενεργοποιώντας τη σκέψη μας
επάνω σε θεμελιώδη ζητήματα της πραγματικότητας και της πραγματικής μας
ταυτότητας.
ΔΗΜΟΣ ΑΒΔΕΛΙΩΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου